αριβάρω

αριβάρω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αριβάρω" в других словарях:

  • αριβάρω — αριβάρω, αριβάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αριβάρω — 1. καταπλέω, φθάνω κάπου 2. πηγαίνω κάπου χωρίς να με περιμένουν, εμφανίζομαι ανεπιθύμητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. arrivare «φθάνω»] …   Dictionary of Greek

  • αριβάρω — (λ. ιταλ.), ισα, καταφθάνω, καταπλέω: Όπου να ναι αριβάρει ο φίλος μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»